νικητήριον

νικητήριον
νῑκητήριον , νικητήριος
belonging to a conqueror
masc acc sg
νῑκητήριον , νικητήριος
belonging to a conqueror
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νικητήριος — α, ο (ΑΜ νικητήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νικητή ή στη νίκη («σάς άρπαξε η τύχη την νικητήριον δάφνην», Κάλβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το νικητήριο(ν) βραβείο για νίκη, έπαθλο («Ἑλλάνιε Ζεῡ, σὸν τὸ νικητήριον», Αριστοφ.) 3. (το… …   Dictionary of Greek

  • NICETERIUM — Graece Νικητήριον, proprie corona dicta est, in signum victoriae olim conferri solita; quod tantae aestimationis fuit, utfactum quandoque sit praemium illorum, quibus ob praeclarissima merita remuneratio dabatur. Hinc Iason edixit, apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”